απαράλλαχτος

απαράλλαχτος
-η, -ο
επίρρ. εντελώς όμοιος, ολόιδιος: Η τσάντα σου είναι ίδια κι απαράλλαχτη με τη δική μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απαράλλαχτος — η, ο (AM ἀπαράλλακτος, ον) αυτός που δεν παρουσιάζει παραλλαγές, ή διαφορές σχετικά με κάποιον άλλο, ο εντελώς όμοιος («ίδιος κι απαράλλαχτος») αρχ. μσν. ο αμετάβλητος …   Dictionary of Greek

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • ατόφυος — α, ο 1. φυσικός, γνήσιος 2. αυτός ο ίδιος, ίδιος και απαράλλαχτος 3. αμετάβλητος 4. ολόκληρος, ακέραιος 5. ευθύς, ειλικρινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. αυτόφυος < αρχ. αυτοφυής] …   Dictionary of Greek

  • ομότυπος — η, ο (Α ὁμότυπος, ον) νεοελλ. (για όργανα ζώου) αυτός που παρουσιάζει στη δομή και τη μορφή του αναλογίες με κάποιον άλλο, αν και βρίσκεται μακριά από αυτόν («τα οστά τού πήχη είναι ομότυπα με τα οστά τής κνήμης») αρχ. 1. αυτός που έχει τον ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • ταυτόσημος — η, ο / ταὐτόσημος, ον, ΝΜ (για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την ίδια ακριβώς σημασία με άλλον, ταυτοσήμαντος νεοελλ. 1. όμοιος, απαράλλαχτος 2. φρ. «ταυτόσημη διακοίνωση» διακοίνωση που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το… …   Dictionary of Greek

  • όμοιος — α, ο (ΑΜ ὅμοιος, οία, ον, Α αττ. τ. ὁμοῑος, α, ον, επικ. τ. ὁμοίϊος, αιολ. τ. ὔμοιος, αρκαδικός τ. ὑμοῑος, α, ον) 1. αυτός τού οποίου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως είναι το σχήμα, οι διαστάσεις ή οι ιδιότητες, είναι σχεδόν ίδια με τα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • ατόφιος, -ια, -ιο — επίρρ. ια (από το αυτοφυής) 1. απαράλλαχτος, ολόιδιος: Την είδες; ατόφια η μάνα της. 2. γνήσιος, μονοκόμματος, αυτοτελής: Αυτό το κόσμημα είναι ατόφιο χρυσάφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανόμοιος — α, ο ο όμοιος σε όλα, ίδιος κι απαράλλαχτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταυτόσημος — η, ο 1. αυτός που έχει την ίδια σημασία με κάτι άλλο: Η ημιδιάμετρος είναι ταυτόσημη έννοια με την ακτίνα του κύκλου. 2. ισοδύναμος, όμοιος, απαράλλαχτος: Από τις κυβερνήσεις των δύο κρατών έγινε ταυτόσημη διπλωματική ανακοίνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”